Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Imprudence
01
απροσεξία
the quality of making decisions or taking actions without considering potential risks or consequences
Παραδείγματα
His imprudence in spending money quickly led to financial troubles.
Η απροσεξία του στην ξόδευση χρημάτων οδήγησε γρήγορα σε οικονομικά προβλήματα.
The manager 's imprudence in ignoring safety protocols resulted in workplace accidents.
Η απροσεξία του διαχειριστή στην αγνόηση των πρωτοκόλλων ασφαλείας οδήγησε σε ατυχήματα στον χώρο εργασίας.
Λεξικό Δέντρο
imprudence
prudence
prud



























