Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impermissible
01
απαγορευμένος, παράνομος
prohibited by the law
02
απαράδεκτος, απαγορευμένος
not allowable
Λεξικό Δέντρο
impermissible
permissible
permiss
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απαγορευμένος, παράνομος
απαράδεκτος, απαγορευμένος
Λεξικό Δέντρο