Impermissible
volume
British pronunciation/ɪmpəmˈɪsəbəl/
American pronunciation/ˌɪmpɝˈmɪsɪbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "impermissible"

impermissible
01

prohibited by the law

02

not allowable

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store