Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to imperil
01
θέτω σε κίνδυνο, επιφέρω κίνδυνο
to endanger a person or thing
Transitive: to imperil sb/sth
Παραδείγματα
Driving under the influence not only imperils the driver but also other innocent road users.
Η οδήγηση υπό την επήρεια όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο τον οδηγό αλλά και άλλους αθώους χρήστες του δρόμου.
The hiker 's decision to go off the marked trail could imperil both himself and the rescue teams.
Η απόφαση του πεζοπόρου να βγει από το σηματοδοτημένο μονοπάτι θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τόσο τον ίδιο όσο και τις ομάδες διάσωσης.
Λεξικό Δέντρο
imperil
peril



























