Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
impaired
01
αποδυναμωμένος, χαλασμένος
weakened in strength, effectiveness, quality, or usefulness
Παραδείγματα
The impaired drainage system caused flooding during heavy rainstorms.
Το εξασθενημένο σύστημα αποχέτευσης προκάλεσε πλημμύρες κατά τη διάρκεια ισχυρών καταιγίδων.
The impaired function of the engine led to frequent breakdowns.
Η εξασθενημένη λειτουργία του κινητήρα οδήγησε σε συχνές βλάβες.
02
εξασθενημένος, κατεστραμμένος
functioning poorly due to being weakened or damaged
Λεξικό Δέντρο
unimpaired
impaired
impair



























