LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Impacted
/ˈɪmpæktɪd/
/ˈɪmˌpæktɪd/, /ˌɪmˈpæktɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "impacted"
impacted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
wedged or packed in together
word family
imp
act
impact
impact
Verb
impacted
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
impact screwdriver
impact printer
impact on
impact driver
impact
impacted fracture
impacted tooth
impactful
impaction
impair
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App