Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Immune carrier
01
ανοσοφορέας, ανοσοφορέας φορέας
(medicine) a person (or animal) who has some pathogen to which he is immune but who can pass it on to others
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανοσοφορέας, ανοσοφορέας φορέας