Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Immune
01
ανοσοποιημένος, ανοσοποιημένο άτομο
a person who is immune to a particular infection
immune
01
ανοσοποιημένος, προστατευμένος
safe from catching a disease or being infected
Παραδείγματα
Vaccinated individuals are often immune to certain diseases due to their body's production of antibodies.
Τα εμβολιασμένα άτομα είναι συχνά ανοσοποιημένα σε ορισμένες ασθένειες λόγω της παραγωγής αντισωμάτων από το σώμα τους.
The traveler was relieved to learn that she was immune to malaria after receiving the necessary vaccinations.
Η ταξιδιώτης ανακουφίστηκε όταν έμαθε ότι ήταν απρόσβλητη στην ελονοσία μετά από τους απαραίτητους εμβολιασμούς.
02
ανοσοποιητικός, ανοσολογικός
relating to the condition of immunity
03
απρόσβλητος, προστατευμένος
secure against
04
απρόσβλητος, αναίσθητος
not influenced or upset by any negative impact
Λεξικό Δέντρο
immunity
immunize
immune



























