Immiscible
volume
British pronunciation/ɪmˈɪsəbəl/
American pronunciation/ˌɪˈmɪsəbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "immiscible"

immiscible
01

(of liquids) without the potential of getting mixed

immiscible

adj

miscible

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store