Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
illegible
01
δυσανάγνωστος, ακατανόητος
unable to be read or understood because of poor handwriting or print quality
Παραδείγματα
His notes were so illegible that even he struggled to decipher them.
Οι σημειώσεις του ήταν τόσο δυσανάγνωστες που ακόμα και αυτός δυσκολευόταν να τις αποκωδικοποιήσει.
The doctor 's prescription was illegible, so the pharmacist could n't fill it.
Η συνταγή του γιατρού ήταν δυσανάγνωστη, οπότε ο φαρμακοποιός δεν μπορούσε να τη συμπληρώσει.
Λεξικό Δέντρο
illegible
legible



























