icky
i
ˈaɪ
αι
cky
ki
κι
British pronunciation
/ˈa‍ɪki/

Ορισμός και σημασία του "icky"στα αγγλικά

01

κολλώδης, γλοιώδης

soft and sticky
02

αηδιαστικός, σιχαμένος

causing disgust or discomfort
example
Παραδείγματα
The kids were eating something icky that looked slimy.
Τα παιδιά έτρωγαν κάτι αηδιαστικό που έμοιαζε γλοιώδες.
The icky sludge at the bottom of the bin made him gag.
Ο αηδιαστικός ιλύς στο κάτω μέρος του κάδου τον έκανε να ναυτιάσει.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store