Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hypnotism
01
υπνωτισμός, ύπνωση
a method that uses focused attention and relaxation to suggest changes in behavior or thoughts
Παραδείγματα
The hypnotism session helped reduce anxiety.
Η συνεδρία υπνωτισμού βοήθησε στη μείωση του άγχους.
During hypnotism, she focuses on calming thoughts.
Κατά τη διάρκεια του υπνωτισμού, εστιάζει σε ηρεμιστικές σκέψεις.
Λεξικό Δέντρο
hypnotism
hypnot



























