LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Humoring
/hjˈuːməɹɪŋ/
/hjˈuːmɚɹɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "humoring"
Humoring
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of indulging or gratifying a desire
word family
humor
humor
Verb
humoring
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
humoral immune response
humoral
humor
humongous
hummus
humorist
humorless
humorlessly
humorous
humorously
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App