Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Housekeeper
01
οικονόμος, καθαρίστρια
a person whose job is to do the cleaning and cooking in a house or hotel
Παραδείγματα
The housekeeper ensures the cleanliness and tidiness of the entire house.
Ο οικονόμος διασφαλίζει την καθαριότητα και την τάξη ολόκληρου του σπιτιού.
She hired a housekeeper to help with daily chores and cleaning tasks.
Προσέλαβε μια οικιακή βοηθό για να βοηθήσει με τις καθημερινές δουλειές και τις καθαριότητες.
Λεξικό Δέντρο
housekeeper
housekeep
house
keep



























