Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Housemate
01
συγκάτοικος, συναφιός
an individual who lives in the same house as one does without without having any family ties
Dialect
British
Λεξικό Δέντρο
housemate
house
mate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συγκάτοικος, συναφιός
Λεξικό Δέντρο
house
mate