Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to apportion
01
κατανέμω, μοιράζω
to divide and share out something among people
Παραδείγματα
In the upcoming meeting, we will apportion the project responsibilities and deadlines among the departments.
Στην επερχόμενη συνάντηση, θα κατανείμουμε τις ευθύνες του έργου και τις προθεσμίες μεταξύ των τμημάτων.
Apportioning resources in a way that benefits all employees is crucial for maintaining a positive work environment.
Η κατανομή των πόρων με τρόπο που ωφελεί όλους τους εργαζόμενους είναι κρίσιμη για τη διατήρηση ενός θετικού εργασιακού περιβάλλοντος.
Λεξικό Δέντρο
apportionable
apportioned
apportioning
apportion



























