Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hooliganism
01
χουλιγκανισμός, βανδαλισμός
willful wanton and malicious destruction of the property of others
Λεξικό Δέντρο
hooliganism
hooligan
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χουλιγκανισμός, βανδαλισμός
Λεξικό Δέντρο