Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
homesick
01
νοσταλγικός, με νοσταλγία
feeling sad because of being away from one's home
Παραδείγματα
She felt homesick after spending only a week away at college.
Αισθάνθηκε νοσταλγία αφού πέρασε μόνο μια εβδομάδα μακριά από το σπίτι στο κολέγιο.
He grew homesick while traveling abroad for work.
Ένιωσε νοσταλγία ενώ ταξίδευε στο εξωτερικό για δουλειά.
Λεξικό Δέντρο
homesickness
homesick
home
sick



























