Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
homegrown
01
τοπικός, καλλιεργημένος τοπικά
referring to something that is native, locally produced, or originating from one's own country or region
Παραδείγματα
The store prides itself on selling homegrown fruits and vegetables.
Το κατάστημα περηφανεύεται που πουλά τοπικά φρούτα και λαχανικά.
Their success is a testament to their homegrown talent.
Η επιτυχία τους είναι απόδειξη του τοπικού ταλέντου τους.
Λεξικό Δέντρο
homegrown
home
grown



























