Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Homegirl
01
κορίτσι της συμμορίας, θηλυκό μέλος νεανικής συμμορίας
a fellow female member of a youth gang
02
φίλη από τη γειτονιά, συνομήλικη από τον κοινωνικό κύκλο
a female friend from one's neighborhood or social circle
Παραδείγματα
That 's my homegirl from college.
Αυτή είναι η φίλη μου από το κολέγιο.
I went shopping with my homegirl yesterday.
Πήγα για ψώνια με τη φίλη μου από τη γειτονιά χθες.
Λεξικό Δέντρο
homegirl
home
girl



























