LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hoarded wealth
/hˈɔːdɪd wˈɛlθ/
/hˈoːɹdᵻd wˈɛlθ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "hoarded wealth"
Hoarded wealth
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
accumulated wealth in the form of money or jewels etc.
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
hoard up
hoard
hoar
hoagie
hoactzin
hoarder
hoarding
hoarfrost
hoariness
hoarse
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App