Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hoar
01
πάχνη, λευκή εναπόθεση πάγου
ice crystals forming a white deposit (especially on objects outside)
hoar
01
ασπρομάλλης, άσπρος σαν το χιόνι
having gray or white hair, often as a sign of aging
Παραδείγματα
The hoar man stood proudly at the front of the room, commanding respect.
Ο ασπρομάλλης άνδρας στεκόταν περήφανα μπροστά στο δωμάτιο, προκαλώντας σεβασμό.
She smiled at the hoar figure in the mirror, embracing the wisdom that came with age.
Χαμογέλασε στον ασπρομάλλη εαυτό της στον καθρέφτη, αγκαλιάζοντας τη σοφία που έρχεται με την ηλικία.
Λεξικό Δέντρο
hoary
hoar



























