Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hidebound
01
στενόμυαλος, παραδοσιακός
unwilling or unable to change because of tradition or convention
Παραδείγματα
Despite the changing landscape of technology, some industries remain hidebound in their traditional methods.
Παρά την αλλαγή του τεχνολογικού τοπίου, ορισμένες βιομηχανίες παραμένουν περιορισμένες στις παραδοσιακές μεθόδους τους.
The hidebound mentality within the organization stifled progress and innovation.
Η στενόμυαλη νοοτροπία εντός του οργανισμού έπνιξε την πρόοδο και την καινοτομία.
Λεξικό Δέντρο
hidebound
hide
bound



























