Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hideaway
01
κρυψώνα, φωλιά
a hiding place; usually a remote place used by outlaws
02
κρησφύγετο, απομονωμένο μέρος
a secluded place where one can retreat for privacy and solitude
Παραδείγματα
She often escaped to her hideaway in the mountains to unwind and find peace.
Συχνά διέφευγε στο κρησφύγετό της στα βουνά για να χαλαρώσει και να βρει γαλήνη.
His favorite hideaway was a small cabin by the lake, perfect for weekend getaways.
Το αγαπημένο του κρησφύγετο ήταν ένα μικρό σπιτάκι στη λίμνη, ιδανικό για σαββατοκύριακα διακοπές.
Λεξικό Δέντρο
hideaway
hide
away



























