Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hibernal
01
χειμερινός, χεμερινός
relating to or typical of winter
Παραδείγματα
The hibernal landscape was blanketed in snow and ice.
Το χειμωνιάτικο τοπίο ήταν καλυμμένο με χιόνι και πάγο.
He always felt a hibernal melancholy as the days grew shorter.
Πάντα αισθανόταν μια χειμωνιάτικη μελαγχολία καθώς οι μέρες μικραίναν.



























