LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Heard
/hˈɜːd/
/ˈhɝd/
Interjection (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "heard"
heard
ΕΠΙΦΏΝΗΜΑ
01
ακούστηκε
used to acknowledge that one has received and understood what someone else has said
heard
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ακούστηκε
perceived or recognized through the sense of hearing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App