Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Haywire
01
σύρμα για δέσιμο δέματων άχυρου, σχοινί για δέματα άχυρου
wire for tying up bales of hay
haywire
01
αποδιοργανωμένος, χαοτικός
being in a chaotic or disorganized state
Παραδείγματα
The situation at the party became haywire after the lights went out.
Η κατάσταση στο πάρτι έγινε χαώδης αφού έσβησαν τα φώτα.
His thoughts were haywire, making it hard to focus.
Οι σκέψεις του ήταν ακατάστατες, κάνοντας δύσκολη τη συγκέντρωση.
02
εκτός ελέγχου, κατεστραμμένος
out of control or malfunctioning, often unexpectedly or erratically
Παραδείγματα
The machine went haywire during the test, causing a delay.
Η μηχανή ξέφυγε από τον έλεγχο κατά τη διάρκεια της δοκιμής, προκαλώντας καθυστέρηση.
His plans went completely haywire when the weather turned bad.
Τα σχέδιά του πήγαν εντελώς στραβά όταν ο καιρός χάλασε.
Λεξικό Δέντρο
haywire
hay
wire



























