Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hazardous
01
επικίνδυνος, βλαβερός
presenting danger or threat, particularly to people's health or safety
Παραδείγματα
The hazardous chemicals should be handled with care to avoid accidents.
Οι επικίνδυνες χημικές ουσίες πρέπει να χειρίζονται με προσοχή για να αποφευχθούν ατυχήματα.
Venturing into the hazardous terrain without proper equipment is not recommended.
Δεν συνιστάται να εισέλθετε σε επικίνδυνο έδαφος χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Λεξικό Δέντρο
hazardously
hazardousness
unhazardous
hazardous
hazard



























