Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hawthorn
01
κραταιγός, αγριοκράταιγο
a shrub or small tree of the family of rose with small red fruits
Λεξικό Δέντρο
hawthorn
haw
thorn
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κραταιγός, αγριοκράταιγο
Λεξικό Δέντρο
haw
thorn