Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
apathetically
01
απαθητικά, με αδιαφορία
in a way that shows little or no interest, enthusiasm, or concern
Παραδείγματα
She listened apathetically to the lecture, barely paying attention.
Άκουγε απαθητικά τη διάλεξη, μόλις δίνοντας προσοχή.
He shrugged apathetically when asked about the results.
Σήκωσε τους ώμους απαθητικά όταν τον ρώτησαν για τα αποτελέσματα.



























