Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Apathy
01
απάθεια, αδιαφορία
a general lack of interest, concern, or enthusiasm toward things in life
Παραδείγματα
The student 's apathy towards his studies was evident in his consistently low grades.
Η απάθεια του μαθητή απέναντι στις σπουδές του ήταν εμφανής στα συνεχώς χαμηλά του βαθμολογικά.
Despite the urgency of the situation, the public 's apathy towards climate change was concerning.
Παρά το επείγον της κατάστασης, η απάθεια του κοινού απέναντι στην κλιματική αλλαγή ήταν ανησυχητική.
02
απάθεια, αδιαφορία
a state of feeling no emotion or excitement
Παραδείγματα
He listened to the news with complete apathy.
Άκουγε τα νέα με πλήρη απάθεια.
After the tragedy, she was numb with apathy.
Μετά την τραγωδία, ήταν μουδιασμένη από την απάθεια.



























