havoc
ha
ˈhæ
χαι
voc
vək
βακ
British pronunciation
/hˈævək/

Ορισμός και σημασία του "havoc"στα αγγλικά

01

καταστροφή, χάος

a state of widespread chaos, confusion, or destruction
example
Παραδείγματα
The hurricane caused havoc along the coast, leaving behind severe damage.
Ο τυφώνας προκάλεσε καταστροφή κατά μήκος της ακτής, αφήνοντας πίσω του σοβαρές ζημιές.
The political unrest created havoc in the city, with protests and riots breaking out.
Η πολιτική αναταραχή δημιούργησε χάος στην πόλη, με διαδηλώσεις και ταραχές να ξεσπούν.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store