Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Havoc
01
καταστροφή, χάος
a state of widespread chaos, confusion, or destruction
Παραδείγματα
The hurricane caused havoc along the coast, leaving behind severe damage.
Ο τυφώνας προκάλεσε καταστροφή κατά μήκος της ακτής, αφήνοντας πίσω του σοβαρές ζημιές.
The political unrest created havoc in the city, with protests and riots breaking out.
Η πολιτική αναταραχή δημιούργησε χάος στην πόλη, με διαδηλώσεις και ταραχές να ξεσπούν.



























