Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Haversack
01
σακίδιο, στρατιωτικός σάκος
a bag for carrying on the back, usually used by people who go hiking or soldiers
Παραδείγματα
He packed his lunch in the haversack before heading out on the hike.
Συσκέυασε το γεύμα του στο σακίδιο πριν ξεκινήσει την πεζοπορία.
The soldiers carried their gear in small haversacks during the march.
Οι στρατιώτες κουβαλούσαν τον εξοπλισμό τους σε μικρές σάκους πλάτης κατά τη διάρκεια της πορείας.



























