Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Apartment
01
διαμέρισμα, αποθήκη
a place that has a few rooms for people to live in, normally part of a building that has other such places on each floor
Dialect
American
Παραδείγματα
He rented an apartment in the city to be closer to his workplace.
Νοίκιασε ένα διαμέρισμα στην πόλη για να είναι πιο κοντά στη δουλειά του.
He uses the apartment's laundry facilities to wash his clothes.
Χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις πλυντηρίου του διαμερίσματος για να πλένει τα ρούχα του.



























