Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hard-pressed
01
σε οικονομικές δυσκολίες, υπό οικονομική πίεση
facing or experiencing financial trouble or difficulty
02
σκληρά καταδιωκόμενος, υπό πίεση
***closely pursued
Παραδείγματα
The hard-pressed French infantry.
Ο πιεσμένος γαλλικός πεζικός.



























