Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hard-wearing
01
ανθεκτικός, ανθεκτικός
(of a material or product) durable and able to withstand frequent use or wear without showing signs of damage
Παραδείγματα
The hard-wearing boots lasted for years despite daily use.
Τα ανθεκτικά μποτάκια διήρκεσαν για χρόνια παρά την καθημερινή χρήση.
This jacket is made of a hard-wearing fabric that resists tears.
Αυτό το σακάκι είναι κατασκευασμένο από ένα ανθεκτικό ύφασμα που αντιστέκεται στα σχίσματα.



























