LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hard-wearing
/hˈɑːdwˈeəɹɪŋ/
/hˈɑːɹdwˈɛɹɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "hard-wearing"
hard-wearing
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σκληροτράχηλη
(of a material or product) durable and able to withstand frequent use or wear without showing signs of damage
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App