Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Hamstring
01
ισχιοκνήμιος, τένοντας ισχιοκνήμιου
(anatomy) one of the five tendons at the back of someone's knee
to hamstring
01
παρεμποδίζω κόβοντας τον τένοντα του γόνατος, ακινητοποιώ κόβοντας τους μύες του πίσω μέρους του μηρού
cripple by cutting the hamstring
02
παραλύω, ουδετεροποιώ
make ineffective or powerless
Λεξικό Δέντρο
hamstring
ham
string



























