Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
antiquated
01
παρωχημένος, απαρχαιωμένος
no longer useful, accepted, or relevant to modern times
Παραδείγματα
The antiquated machinery in the factory struggled to keep up with the demands of modern production.
Οι παρωχημένες μηχανές στο εργοστάσιο αγωνίζονταν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης παραγωγής.
The antiquated telephone system, with rotary dials and cords, was replaced by digital communication technology.
Το παρωχημένο τηλεφωνικό σύστημα, με περιστροφικούς δίσκους και καλώδια, αντικαταστάθηκε από την ψηφιακή τεχνολογία επικοινωνίας.
Λεξικό Δέντρο
antiquated
antiquate
antique



























