Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gunfight
Παραδείγματα
The gunfight erupted suddenly in the streets, causing panic among bystanders.
Η πυροβολισμός ξέσπασε ξαφνικά στους δρόμους, προκαλώντας πανικό στους περαστικούς.
Law enforcement officers engaged in a fierce gunfight with the suspects during the robbery.
Οι υπάλληλοι επιβολής του νόμου συμμετείχαν σε έναν έντονο πυροβολισμό με τους ύποπτους κατά τη διάρκεια της ληστείας.



























