Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gunpoint
01
σημείο σκόπευσης, κανόνι του όπλου
the direction in which the gun is aimed
Παραδείγματα
The robber held the cashier at gunpoint.
Ο ληστής κράτησε τον ταμία υπό την απειλή όπλου.
She was threatened at gunpoint during the robbery.
Απειλήθηκε με όπλο κατά τη διάρκεια της ληστείας.
02
υπό την απειλή όπλου, στο στόχο του όπλου
a situation where a person is being threatened or forced to do something by someone holding a gun



























