Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
guiltily
01
ενοχικά, με τύψεις
in a manner that reflects a sense of wrongdoing or being at fault
Παραδείγματα
He smiled guiltily after being caught sneaking a cookie.
Χαμογέλασε ένοχα αφού πιάστηκε να κλέβει ένα μπισκότο.
The dog wagged its tail guiltily after chewing up the shoes.
Ο σκύλος κούνησε την ουρά του με τύψεις αφού μασούσε τα παπούτσια.
Λεξικό Δέντρο
guiltily
guilty
guilt



























