Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
guileless
01
αθώος, ειλικρινής
sincere and free from deceit
Παραδείγματα
Her guileless smile made everyone feel at ease.
Το απλό χαμόγελό της έκανε όλους να νιώθουν άνετα.
He was a guileless soul, incapable of manipulation.
Ήταν μια αθώα ψυχή, ανίκανη για χειραγώγηση.
Λεξικό Δέντρο
guileless
guile



























