Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Guava
01
γκουάβα, φρούτο γκουάβα
a tropical fruit with pink juicy flesh, native to Mexico and Central America
Παραδείγματα
I enjoyed a ripe guava as a quick and healthy snack.
Απόλαυσα ένα ώριμο γκουάβα ως ένα γρήγορο και υγιεινό σνακ.
The guava jam spread generously on toast was a sweet and flavorful start to my morning.
Η μαρμελάδα γκουάβας που απλώθηκε γενναιόδωρα στο τοστ ήταν μια γλυκιά και γευστική αρχή για το πρωινό μου.



























