Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Guardrail
01
παρ护栏, προστατευτικό κιγκλίδωμα
a barrier along the edge of a road or bridge to stop cars from going off the road
Παραδείγματα
She leaned against the guardrail to enjoy the view.
Ακούμπησε στο κουβούκι για να απολαύσει τη θέα.
He noticed damage to the guardrail after the accident.
Παρατήρησε ζημιά στο κουβαρι μετά το ατύχημα.



























