Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
grotesque
01
γροτεσκ, παράξενος
very ugly in a strange or funny way
Παραδείγματα
She recoiled in horror at the sight of the grotesque creature lurking in the shadows.
Αναπήδησε με τρόμο στη θέα του γροτεσκ πλάσματος που κρυβόταν στις σκιές.
The artist created a series of grotesque sculptures, with twisted forms and contorted faces.
Ο καλλιτέχνης δημιούργησε μια σειρά από γροτεσκ γλυπτά, με στριμμένα σχήματα και διαστρεβλωμένα πρόσωπα.
02
so odd or bizarre as to be laughable
Παραδείγματα
The comedian 's costume was grotesque and hilarious.
His grotesque exaggeration made everyone laugh.
Grotesque



























