LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Gross out
/ɡɹˈəʊs ˈaʊt/
/ɡɹˈoʊs ˈaʊt/
Verb (3)
Ορισμός και Σημασία του "gross out"
to gross out
ΡΉΜΑ
01
ακαθάριστο
to disgust someone, especially with something vulgar or offensive
02
ακαθάριστο
lose one's nerve
freak
freak out
03
ακαθάριστο
fill with distaste
disgust
repel
revolt
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App