gringo
grin
ˈgrɪn
γκριν
go
goʊ
γκου
British pronunciation
/ɡɹˈɪŋɡə‍ʊ/

Ορισμός και σημασία του "gringo"στα αγγλικά

01

ένας υποτιμητικός λατινοαμερικανικός όρος για τους ξένους (ειδικά Αμερικανούς και Άγγλους), γκρίνγκο (υποτιμητικός όρος)

a Latin American (disparaging) term for foreigners (especially Americans and Englishmen)
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store