Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
grimly
01
ζοφερά, μελαγχολικά
in a serious, bleak, or depressing way
Παραδείγματα
" We 've lost the case, " she said grimly.
"Χάσαμε την υπόθεση," είπε βλοσυρά.
He grimly predicted a harsh winter ahead.
Σκυθρωπά προέβλεψε έναν σκληρό χειμώνα που έρχεται.
Παραδείγματα
She grimly continued up the mountain.
Συνέχισε επίμονα να ανεβαίνει το βουνό.
He grimly pushed through the final stretch.
Προχώρησε επίμονα μέχρι το τελευταίο τμήμα.
Λεξικό Δέντρο
grimly
grim



























