Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
grief-stricken
01
θλιμμένος, κατεχόμενος από θλίψη
overcome with intense sorrow or sadness, especially due to a significant loss
Παραδείγματα
She was grief-stricken after the sudden death of her father.
Ήταν κατεχόμενη από θλίψη μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της.
The family appeared grief-stricken at the memorial service.
Η οικογένεια φαινόταν κατεχόμενη από θλίψη στη μνημόσυνη λειτουργία.



























