Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to gravitate
01
έλκομαι από τη βαρύτητα, κινούμαι προς το κέντρο βάρους
to move or be drawn towards a center of gravity or mass, influenced by gravitational attraction
Παραδείγματα
Objects in space gravitate towards each other due to their mutual gravitational pull.
Τα αντικείμενα στο διάστημα έλκονται το ένα προς το άλλο λόγω της αμοιβαίας βαρυτικής έλξης τους.
The moon gravitates towards Earth, orbiting around it in a predictable path.
Η σελήνη έλκεται προς τη Γη, περιστρεφόμενη γύρω της σε μια προβλέψιμη τροχιά.
02
έλκομαι από, κλίνω προς
be attracted to
03
κινούμαι προς, έλκομαι προς
move toward
Λεξικό Δέντρο
gravitation
gravitative
gravitate
gravit



























